- περιλέπω
- περι-λέπω, umschälen, ringsum abschälen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιλέπω — Α αφαιρώ τον φλοιό ολόγυρα, ξεφλουδίζω («τῶν δενδρέων τὸν φλοιὸν περιλέποντες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λέπω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek
περιλέψαι — περιλέπω strip off all round aor inf act περιλέψαῑ , περιλέπω strip off all round aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλεπόμενοι — περιλέπω strip off all round pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλέπεσθαι — περιλέπω strip off all round pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλέποντες — περιλέπω strip off all round pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλέψαντες — περιλέπω strip off all round aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλέψαντι — περιλέπω strip off all round aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) … Dictionary of Greek
περιλεπίζω — Α περιλέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λεπίζω «αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek
περιλέψας — περιλέψᾱς , περιλέπω strip off all round aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέλεψε — περϊέλεψε , περιλέπω strip off all round aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)